μάθες — μανθάνω learn aor ind act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθέ — και μαθές επίρρ. 1. βέβαια («δεν ήθελε μαθές να πάει μαζί τους») 2. δηλαδή, προφανώς («θέλει μαθές να μάς κάνει τον σπουδαίο») 3. τάχα («είπε μαθές ότι θα μάς επισκεφθεί») 4. φρ. «ναι μαθές» βεβαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθε, προστακτική τού μαθαίνω … Dictionary of Greek
μαθέ — και μαθές επίρρ. 1. βέβαια, πράγματι. 2. τάχα: Λέει μαθές ότι είναι γαλαζοαίματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογάω — [λόγος]·1. στοχάζομαι, λογαριάζω, αναλογίζομαι 2. (το β πληθ. προστ. ως διηγηματικό μόριο) λογάτε λοιπόν, μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
τάχα — ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ν νεοελλ. 1. (ως ερωτ. μόριο) άραγε, ποιος ξέρει αν... («τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο απάνου κόσμος;», δημ. τραγούδι) 2. (ως ενδοιαστικό μόριο) μήπως μη τυχόν («τάχα δεν επερπάτησα κι εγώ με… … Dictionary of Greek